- ροβόλημα
- το, Ν [ροβολώ]1. το να ροβολάει κανείς, να κατεβαίνει στην πλαγιά, κάθοδος από ύψωμα2. κατρακύλισμα3. εφόρμηση από πάνω προς τα κάτω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ροβολώ — κατεβαίνω τρέχοντας από ένα ψηλό μέρος σε χαμηλότερο: Οτσοπάνης ροβόλαγε, για να συγκρατήσει τα σκυλιά. Ουσ. ροβόλημα, το η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ροβολώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)